- ανυπόκριτος
- -η, -ο (Α ἀνυπόκριτος, -ον)ο χωρίς υποκρισία, απροσποίητος, ειλικρινής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνυπόκριτος — without dissimulation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυπόκριτος — η, ο επίρρ. α απροσποίητος, ειλικρινής: Με ανυπόκριτη χαρά είχε δεχτεί την είδηση για την επιτυχία του φίλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυποκρίτως — ἀνυπόκριτος without dissimulation adverbial ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόκριτον — ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem acc sg ἀνυπόκριτος without dissimulation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποκρίτοις — ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποκρίτου — ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποκρίτων — ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποκρίτῳ — ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόκριτοι — ἀνυπόκριτος without dissimulation masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέτος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία, καθαρός, αμιγής (α. «τσάι σκέτο» τσάι χωρίς ζάχαρη β. «σκέτο σιτάρι») 2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, ανόθευτος, γνήσιος («σκέτο βούτυρο») 3. αυτός που διακρίνεται για την… … Dictionary of Greek